Σάββατο 11 Ιουλίου 2009

Λέμε τώρα...

Πήγε για καφέ ο άλλος κατάλαβες; Κι εγώ εδώ στη δουλειά. Τον καπιταλισμό μου μέσα. Που πρέπει να κάθομαι εγώ εδώ Σαββατιάτικα σε ένα γραφείο χωρίς κλιματιστικό (καλό αυτό, μη ξεχάσω να το εξηγήσω αργότερα) και να βαράω πλήκτρα αντί να αράζω στην πλαζ να παίρνω μάτι ηλιοκαμένα κορμιά με μαγιό. Πίσω στο κλιματιστικό τώρα.

Κάθομαι που λέτε μπροστά στον υπολογιστή γιατί, ως γνωστό, οι διαδικτυακές φίρμες (βλέπε εταιρείες) δε γνωρίζουν από Σαββατοκύριακα κι αργίες. Σας είπα πως δουλεύω για μία εταιρεία με διαδικτυακή παρουσία; Δεν σας το ‘πα. Ή μάλλον σας το ‘πα τώρα. Τέλος πάντων, είμαι στο γραφείο. Καλά; Καλά. Το γραφείο είναι σε ένα κτίριο και γαμώ. Όλο γυαλί και γρανίτη. Τώρα το ότι ο ήλιος βαράει κέντρο τη γυάλινη πρόσοψη και ανεβάζει τη θερμοκρασία στον επίσης γυάλινο ανελκυστήρα στους 50 βαθμούς και βάλε το αντιπαρερχόμαστε έτσι; Τι σου είναι τώρα μια αφυδάτωση άμα δουλεύεις σε σινιέ γραφείο, ε; Μικροπράγματα. Έλα όμως που από χθες το κλιματιστικό αποφάσισε να κόψει τα κρύα; Καλοκαιράκι σου λέει, δεν κάνω κι εγώ τις διακοπούλες μου; Άμεσα και αμέσως άρχισε φυσικά η τεχνική Οδύσσεια.

Δώστε τώρα βάση στην πενιά γιατί θα σας χάσω το νιώθω. Έρχεται ο υπεύθυνος τεχνικός του γραφείου και δίνει χρησμό: «Το κλιματιστικό ανήκει στο κτίριο. Θα πάρω τον διαχειριστή να τα κανονίσει». Όπα, λέμε εμείς οι ξεραμένες πλέον γαρδένιες, τυχεροί είμαστε. Αμ δε. Τελειώνει η ημέρα, η νύχτα είναι δικιά μας, πάμε για ποτό παιδιά; Πάμε, πάμε! Στη μαρίνα δίπλα στο καζίνο με τα γιότ λοιπόν (μην το ψάχνετε, ούτε Κύπρο ούτε Ελλάδα παίζεται η φάση, είμαι αλλού). Μας δροσίζουν οι μπύρες και σπάμε και νωρίς γιατί αύριο έχουμε γραφείο. Τσουπ, το πρωί, 50 βαθμοί. Και το κλιματιστικό απών. Κι εμείς δουλειά. Τσουπ, σκάει μύτη κι ο τεχνικός: «Ο διαχειριστής λέει πως το κλιματιστικό ανήκει στην εταιρεία μας και πρέπει να το φτιάξουμε εμείς. Αλλά είμαι σίγουρος πως ανήκει στο κτίριο. (Πώς λέμε κοινόχρηστο ένα πράμα;) Το ‘πα στον Χ (ονόματα δε λέμε, υπολήψεις δε θίγουμε) και θα γράψει μία αναφορά». Σιγή.

Η ώρα πήγε 7 και είμαι ακόμη στη δουλειά. Κάτσε. Τι θυμίζει τώρα αυτό; Καλέ το τραγούδι! Η ώρα πήγε μία / και είδηση καμία… Ποιος το ‘λεγε να δεις… Το βρήκα! Ο Κραουνάκης το τραγούδησε σε πρώτη εκτέλεση. Τι σου κάνει το Ιντερνέτ, ε; Τα πάντα βρίσκεις. Τώρα που θυμήθηκα τα τραγούδια, να έβαζα καμιά μουσικούλα να παίζει; Το ‘χουμε που το ‘χουμε το mp3 (όπως επίσης και ένα ψιλοψώνιο με τη νέα τεχνολογία – μη μας παρεξηγείτε). Βάλαμε και μουσική. Κάτι από τζαζ, κάτι από έντεχνο, θα το βγάλουμε το βράδυ. Κάτι ήθελα να πω όμως και ξεχάστηκα. Τι ήταν να δεις; Α ναι! Ο άλλος που πήγε για καφέ!

Συγγραφικό ζεύγος είμαστε κατά βάση στο ιστολόγιο αυτό. Δε θα είναι δηλαδή ο δικός μου δωδεκάλογος εδώ (μην πει κανείς ο Δωδεκάλογος του Γύφτου σας έφαγα). Συνήθως θα παίζει κάτι σε ψιλοδιάλογο, ψιλοδιαφωνία, ψιλοκαυγά, θα ψιλοτραβάμε μαχαίρια, θα ψιλοθίγουμε οικογένειες και υπολήψεις, θα ψιλοδουλεύμουμε τους εαυτούς μας και όποιο μας διαβάζει. Έτσι στο κουβέντα να γίνεται, σε δουλειά να βρισκόμαστε, δουλειά δεν είχε ο διάολος, αεργία μήτηρ πάσης κακίας (είμαι και μορφωμένος τρομάρα μου), και άλλα πολλά εμπριμέ που τραγούδαγε κι ο Μηλιώκας. Τώρα, άμα γουστάρετε, κρατήστε λίγο την τοποθεσία για να δούμε όλοι μαζί τι παίζεται. Τα λέμε λοιπόν, ώ παίδες Ελλήνων, πρέπει να κάνω και καμιά δουλειά.

Azrael

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου